- χειροτονία
- η, ΝΜΑ [χειροτονῶ](καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπουνεοελλ.ειρων. ξυλοδαρμόςμσν.-αρχ.1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῑς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)2. εκλογή, ανάδειξη, τοποθέτηση σε κάποιο αξίωμααρχ.1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού για έκφραση γνώμης ή για λήψη απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», Θουκ.)2. ψήφος («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.